- υπακάνθιος
- -α, -ο, Ν1. ανατ. αυτός που βρίσκεται κάτω από την άκανθα («υπακάνθιος βόθρος» — κοίλανση τής οπίσθιας επιφάνειας που βρίσκεται κάτω από την ωμοπλατιαία άκανθα)2. φρ. «υπακάνθιος μυς»ανατ. μυς τού ώμου ο οποίος εκφύεται από τον υπακάνθιο βόθρο τής ωμοπλάτης και καταφύεται κυρίως στο μείζον βραχιόνιο όγκωμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)-* + άκανθα + -ιος. Η λ., στον πληθ. ὑπακάνθιοι, μαρτυρείται από το 1883 στον Ιωάνν. Φωκιανό].
Dictionary of Greek. 2013.